- πονηρῆς
- πονηρόςoppressed by toilsfem gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρθενία — και παρθενιά, η / παρθενία και επικ. τ. παρθενίη, ΝΜΑ [παρθένος] η ιδιότητα ή η κατάσταση τής γυναίκας που είναι παρθένα, που δεν έχει έλθει ακόμα σε σαρκική επαφή με άντρα νεοελλ. 1. η απουσία κάθε πονηρής σκέψης ή διάθεσης, αγνότητα («η… … Dictionary of Greek
Ρόχας, Φερνάντο ντε- — (Rojas, Πουέμπλα ντε Μονταλμπάν, Toλέδο 1465; – Ταλαβέρα ντε λα Ρέινα, Τολέδο 1541). Ισπανός συγγραφέας, για τη ζωή του οποίου δεν είναι τίποτε βέβαιο και στον οποίο από πολλούς αποδίδεται ένα από τα αριστουργήματα της ισπανικής λογοτεχνίας, η… … Dictionary of Greek